μαγκρόβια δάση

μαγκρόβια δάση
Δενδρώδεις διαπλάσεις των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, οι οποίες αποτελούνται κυρίως από φυτά που ανήκουν στις οικογένειες ριζοφορίδες, σονερατιίδες, βερβερίδες (δικοτυλήδονα) και φοινικίδες (μονοκοτυλήδονα). Τα φυτά αυτά σχηματίζουν πυκνά, χαρακτηριστικά δάση, κατά μήκος των αβαθών υφάλμυρων παραλίων, στη ζώνη της άμπωτης και της πλημμυρίδας. Η γνωστότερη ιδιομορφία τους είναι ότι έχουν εναέριες ρίζες, που εκφύονται από τους κλάδους, και αλλεπάλληλες διακλαδώσεις· οι ρίζες αυτές φτάνουν στη λάσπη του πυθμένα, στερεώνουν το φυτό στο έδαφος και σχηματίζουν πραγματικά στηρίγματα για το φυτό, το οποίο δέχεται τη συνεχή δράση των κυμάτων. Τα φυτά της μαγκρόβιας διάπλασης χαρακτηρίζονται επίσης από κάθετες διακλαδώσεις που εκφύονται από τις ρίζες και ανεβαίνουν στην επιφάνεια του νερού. Οι διακλαδώσεις αυτές λειτουργούν ως όργανα αναπνοής, γι’ αυτό και λέγονται αναπνευστικές ρίζες ή πνευματοφόρα. Οι σπόροι φυτρώνουν ενώ βρίσκονται ακόμα στα φυτά· το νεαρό φυτό αποσπάται και στερεώνεται στο έδαφος μόνο αφού σχηματιστεί. Το μαγκρόβ με το ριζικό του σύστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • Γκάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάμπια Έκταση: 11.295 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.455.842 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπανγιούλ (57.700 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β, Α και Ν με τη Σενεγάλη, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό… …   Dictionary of Greek

  • ρυγχοπίθηκος — (nasalis). Γένος στενόρρινων πιθήκων στο οποίο ανήκα μόνο το είδος ρ. o μορμωτός. Το χρώμα του πιθήκου αυτού είναι καστανοκόκκινο ή κιτρινοκόκκινο. Έχει μήκος 70 εκ. και η μύτη του έχει σχήμα προβοσκίδας. Ζει ομαδικά μέσα στα δάση του Βόρνεο,… …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την …   Dictionary of Greek

  • Τζιμπουτί — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει με την Ερυθραία στα βόρεια, με την Αιθιοπία στα νότια νοτιοδυτικά και με τη Σομαλία στα νότια.Διοικητικά η Δημοκρατία χωρίζεται σε 5 περιφέρειες: Aλί Σαμπίε, Nτικίλ, Tζιμπουτί, Tατζούρα, Γιομπόκ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”